αλεκτόρειος

αλεκτόρειος
ος , ον относящийся к курам, петухам; куриный; петушиный;

αλεκτόρειος λόφος — петушиный гребень


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αλεκτόρειος" в других словарях:

  • αλεκτόρειος — ἀλεκτόρειος, ον (ΑΜ) [ἀλέκτωρ] αυτός που ανήκει σε κόκορα ή κότα ή προέρχεται από αυτά …   Dictionary of Greek

  • ἀλεκτόρειον — ἀλεκτόρειος of a fowl masc/fem acc sg ἀλεκτόρειος of a fowl neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεκτόρεια — ἀλεκτόρειος of a fowl neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλέκτωρ — (I) (Α ἀλέκτωρ) κόκορας, πετεινός αρχ. 1. μτφ. για τον αυλό ή τους σαλπιγκτές 2. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα Ἀλέκτωρ* (για άλλες σημασίες τής λέξεως βλ. αλέκτωρ II, III). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλέκτωρ «κόκορας, πετεινός»… …   Dictionary of Greek

  • αλεκτρυόνειος — ἀλεκτρυόνειος, ον (Α) [ἀλεκτρυών] ο αλεκτόρειος* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»